- ακτεανος
- ἀκτέανοςἀ-κτέᾰνος2лишившийся
(τεκέων ἀ. πατήρ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τεκέων ἀ. πατήρ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ακτέανος — ἀκτέανος, ον (Α) αυτός που δεν έχει κτήματα, ο φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κτέανον «κτήμα»] … Dictionary of Greek
ἀκτεάνοιο — ἀκτέανος without property masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτεάνους — ἀκτέανος without property masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτεάνων — ἀκτέανος without property masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτεάνῳ — ἀκτέανος without property masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτέανοι — ἀκτέανος without property masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)